- Τιτανοκτόνον
- Τῑτᾱνοκτόνον , Τιτανοκτόνοςslaying Titansmasc/fem acc sgΤῑτᾱνοκτόνον , Τιτανοκτόνοςslaying Titansneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιτανοκτόνος — ον, Α αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek